- πρωινός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρωί, που γίνεται πρωί: Πρωινό αγέρι. – Πρωινό φόρεμα. – Πρωινό ξεκίνημα.2. αυτός που αναφέρεται στο χρονικό διάστημα από τα μεσάνυχτα και πέρα ως την ανατολή: Γυρίσαμε στο σπίτι τις πρωινές ώρες.3. αυτός που ξυπνά και πιάνει δουλειά πρωί: Αυτή την εβδομάδα είμαι πρωινός.4. το ουδ. ως ουσ., το πρωινό το πρωινό ρόφημα, το πρωινό φαγητό: Το πρωινό είναι απόλαυση σ' αυτόν τον τόπο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.